πτωχεύω

πτωχεύω
ΝΜΑ [πτωχός]
νεοελλ.
κηρύσσομαι σε πτώχευση, αδυνατώ να εκπληρώσω τις οικονομικές υποχρεώσεις μου, κν. φαλίρω
μσν.-αρχ.
είμαι φτωχός, στερούμαι τα αναγκαία (α. «πτωχεύειν ἤρξατο ὁ τὰ πλούσια δῶρα χαριζόμενος», Μηναί.
β. «ἤ πῶς ἄν οὗτος πλουσιώτατος εἴη, ὅν γε οὐδὲν κωλύει πτωχεύειν...», Πλάτ.)
2. ταπεινώνομαι, δείχνω ταπείνωση (α. «ἐκ βροτῶν σωτηρίαν πτωχεύσαντι Χριστῷ», Μηναί.
β. «γινώσκετε γὰρ τὴν χάριν τοῡ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῡ Χριστοῡ ὅτι δι' ἡμαῑ ἐπτώχευσε πλούσιος ὤν», ΚΔ.)
αρχ.
1. ζητιανεύω (σὺ δ' εὖ πράττεις, καίτοι πρότερον γ' ἐπτώχευες», Αριστοφ.)
2. ζητώ ελεημοσύνη («πτωχεύει δὲ φίλους πάντας ὅπού τιν' ἴδῃ», Θέογν.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πτωχεύω — to be a beggar pres subj act 1st sg πτωχεύω to be a beggar pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχεύω — πτωχεύω, πτώχευσα βλ. πίν. 19 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • πτωχεύω — πτώχευσα, και φτωχεύω φτώχεψα, αδυνατώ να πληρώσω τα χρέη μου, χρεοκοπώ, φαλίρω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πτωχεύσει — πτωχεύω to be a beggar aor subj act 3rd sg (epic) πτωχεύω to be a beggar fut ind mid 2nd sg πτωχεύω to be a beggar fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχεύσουσιν — πτωχεύω to be a beggar aor subj act 3rd pl (epic) πτωχεύω to be a beggar fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) πτωχεύω to be a beggar fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχεύσω — πτωχεύω to be a beggar aor subj act 1st sg πτωχεύω to be a beggar fut ind act 1st sg πτωχεύω to be a beggar aor ind mid 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχεύσῃ — πτωχεύω to be a beggar aor subj mid 2nd sg πτωχεύω to be a beggar aor subj act 3rd sg πτωχεύω to be a beggar fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχεύῃ — πτωχεύω to be a beggar pres subj mp 2nd sg πτωχεύω to be a beggar pres ind mp 2nd sg πτωχεύω to be a beggar pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχευομένων — πτωχεύω to be a beggar pres part mp fem gen pl πτωχεύω to be a beggar pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πτωχευόντων — πτωχεύω to be a beggar pres part act masc/neut gen pl πτωχεύω to be a beggar pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”